αλγεβρικός

αλγεβρικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην άλγεβρα: Η παράσταση αυτή είναι αλγεβρική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλγεβρικός — ή, ό [άλγεβρα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Άλγεβρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλγεβρα* + κατάλ. ικός, πρβλ. αγγλ. algebraic] …   Dictionary of Greek

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • άρρητος αριθμός — Η έννοια του ά.α. σχηματίζεται από την έννοια του ρητού και αυτή από την έννοια του κλάσματος. Το σύνολο όλων των κλασμάτων διαμερίζεται σε κλάσεις, έτσι ώστε σε κάθε κλάση να ανήκουν μόνο ίσα κλάσματα, ενώ δεν υπάρχει κλάσμα που να ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… …   Dictionary of Greek

  • μαθηματικά — Η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των φυσικών μεγεθών, που μελετά τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο. Η έκταση και τα ενδιαφέροντα των μ., μίας από τις αρχαιότερες επιστήμες, παρουσιάζουν τόση… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • άλυτα προβλήματα — Στα μαθηματικά ονομάζονται έτσι τα προβλήματα για τα οποία αγνοούμε αν υπάρχει ή όχι λύση. Παραδείγματα ά.π. στην αριθμητική είναι το ζήτημα αν ο είναι ή όχι αλγεβρικός αριθμός, στη γεωμετρία η τριχοτόμηση της γωνίας ή o τετραγωνισμός του κύκλου …   Dictionary of Greek

  • Λίντεμαν, Καρλ Λουί Φέρντιναντ φον- — (Carl Louis Ferdinand von Lindemann, Ανόβερο 1852 – Μόναχο 1939). Γερμανός μαθηματικός και πανεπιστημιακός. Καθηγητής στα πανεπιστήμια του Κένιξμπεργκ (1883) και του Μονάχου (1893), ο Λ., χρησιμοποιώντας τις μεθόδους του Γάλλου μαθηματικού Σ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”